συνωστίζομαι — συνωστίζομαι, συνωστίστηκα, συνωστισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνωστίζομαι — Ν (ιδίως για πρόσ.) συνωθούμαι, στρυμώχνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠστός, ρηματ. επιθ. τού ρ. ὠθῶ + ρηματ. κατάλ. ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διαγκωνίζομαι — (Α διαγκωνίζομαι) νεοελλ. 1. προσπαθώ σπρώχνοντας με τους αγκώνες να ανοίξω δρόμο για να περάσω 2. συνωστίζομαι, συνωθούμαι αρχ. στηρίζομαι στον αγκώνα … Dictionary of Greek
εκθλίβω — (AM ἐκθλίβω) 1. συμπιέζω και αφαιρώ τον χυμό, στίβω σταφύλια, φρούτα κ.λπ. 2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στο τέλος λέξεων, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο αρχ. μσν. διώχνω κάποιον από τη θέση του, εξωθώ αρχ. παθ.… … Dictionary of Greek
σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… … Dictionary of Greek
στείνω — Α 1. καθιστώ στενό κάτι, συστέλλω 2. παθ. στείνομαι είμαι ή γίνομαι πλήρης, γεμίζω (α. «στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ ἐρίφων», Ομ. Οδ. β. «στεινόμενος νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.) 3. (για πλήθος) συνωστίζομαι («στείνοντο δὲ λαοί», Ομ. Ιλ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
στοιβάζω — ΝΜΑ και στοιβιάζω Ν [στοιβή] 1. τοποθετώ ομοειδή πράγματα το ένα πάνω στο άλλο σε επάλληλες σειρές, επισωρεύω (α. «στοιβάζω τα ρούχα» β. «στοιβάχθηκε πολύ χιόνι» γ. «τοῡ τειχίου κεράμοις ἐστοιβασμένου» δ. «στοιβάσουσι ξύλα ἐπὶ τὸ πῡρ», ΠΔ) 2.… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συνθλίβω — ΝΜΑ ασκώ μεγάλη πίεση σε κάτι, συμπιέζω, ζουλώ νεοελλ. σχηματίζω ζάρες σε κάτι με πίεση μσν. αρχ. (κυρίως παθ.) συνθλίβομαι (για πλήθος) συνωστίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλίβω «πιέζω, συμπιέζω»] … Dictionary of Greek
συνωθώ — συνωθῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνωθῶ, έω, Α [ὠθῶ] 1. ωθώ, σπρώχνω πολλά πράγματα μαζί το ένα με το άλλο, στρυμώχνω 2. σπρώχνω κι εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον ή άλλους 3. (μέσ. και παθ.) συνωθούμαι και συνωθοῦμαι, έομαι συνωστίζομαι, στρυμώχνομαι … Dictionary of Greek